- κορσοειδὴς
- κορσοειδὴς λίθος, ὁ, a stone ofA greyish colour (
κόρση 1.3
), Plin.HN 37.153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρση 1.3
), Plin.HN 37.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορσοειδής — κορσοειδής, ές (Α) φρ. «κορσοειδής λίθος» πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + ειδής (< εἶδος). Η ονομ. τής πέτρας λόγω τού συχνά φαιού χρώματος τής κόμης τών κροτάφων] … Dictionary of Greek
κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek